- κλινόχλωρο
- Ορυκτό, πολυπυριτικό άλας της ομάδας των χλωριτών με χημικό τύπο (Mg,Fe,Al)6(Si,Al)4O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος σχηματίζοντας πλακώδεις ή λεπιδώδεις κρυστάλλους. Το χρώμα του είναι συνήθως κυανοπράσινο, πρασινόλευκο, αλλά εμφανίζεται και κόκκινο, καφέ, κίτρινο και άσπρο. Έχει σκληρότητα 2-2,5 στην κλίμακα των ορυκτών και πυκνότητα 2,6-3 gr/cm3. Έχει λάμψη υαλώδη έως λιπαρή. Το κ. σχηματίζεται με χημική αποσάθρωση των μελών της ομάδας των πυροξένων και του αμφιβόλου. Ωραίοι κρύσταλλοί του απαντώνται μέσα σε ρωγμές χλωριτικών σχιστολίθων μαζί με γρανάτες και διοψίδιο στην Ελβετία και στο Τιρόλο της Αυστρίας.
Δείγμα του ορυκτού κλινόχλωρο, που σχηματίζεται με χημική αποσάθρωση των μελών της ομάδας των πυροξένων και του αμφιβόλου.
* * *το(ορυκτ.) ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού σιδήρου που ανήκει στην ομάδα τών χλωριτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinochlore < clin(o)- (πρβλ. κλιν[ο]- < κλίνω) + -chlore (< χλωρός)].
Dictionary of Greek. 2013.